- αντιγενεηλογέω
- ἀντιγενεηλογέω ιων. τ. (Α)παρουσιάζω διαφορετικά τη γενεαλογία απ' ό,τι την παρουσίασε κάποιος άλλος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντεγενεηλόγησαν — ἀντιγενεηλογέω give a different pedigree aor ind act 3rd pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)